καταρτία

καταρτία
καταρτία, ἡ (AM, Α και καταρτεία και καταρθία και καταρθεία)
μσν.
κατάρτι, δοκάρι
αρχ.
εξαρτία*, εξοπλισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο θηλ. τού επιθ. κατ-άρτιος «αυτός που προσαρμόζεται» < κατ(α)-* + ἄρτιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατάρτια — κατάρτιον mast neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρτίαν — καταρτίᾱν , καταρτία h fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • κλίπερ — (Clipper). Τύπος μεγάλου και γρήγορου ιστιοφόρου, που επινοήθηκε στη Βόρεια Αμερική κατά τα μέσα του 19ου αι. και προοριζόταν για υπερωκεάνια ταξίδια μεταφοράς επιβατών και εμπορευμάτων. Τα κ. είχαν ακριβέστατα μελετημένη καρίνα, ώστε να… …   Dictionary of Greek

  • γαλέρα — Κωπήρες πλοίο, τυπικό της Μεσογείου, που έφερε όμως και πανιά ως βοηθητικά της πρόωσης και το χρησιμοποιούσαν για πολεμικούς σκοπούς κυρίως κατά τον Μεσαίωνα. Η γ. προήλθε από τον βυζαντινό δρόμωνα και διατήρησε σχεδόν αμετάβλητα τα… …   Dictionary of Greek

  • ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… …   Dictionary of Greek

  • καραβέλα — Τύπος ιστιοφόρου πλοίου. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως από τους Ισπανούς και τους Πορτογάλους τον 15o και τον 16o αι., τόσο ως πολεμικό όσο και ως εμπορικό πλοίο. Η κ. είχε χωρητικότητα από 150 μέχρι 500 τόνους και έφερε εξάρτιση με διαφορετικά… …   Dictionary of Greek

  • βρατσέρα ή μπρατσέρα — Τύπος ιστιοφόρου με τρία κυρίως κατάρτια και με εκτόπισμα έως 200 τόνους. Ο χαρακτηρισμός του τύπου των πλοίων αυτών δεν εξαρτάται από το είδος του σκάφους αλλά από την εξάρτυσή τους. Ήταν ο πιο κοινός τύπος πλοίου στις ελληνικές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

  • ημιολία — Ιστιοφόρο με κατάρτια ημιόλια ή ημιολικά. Τα κατάρτια αυτά χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: στα ημιόλια τα γνωστά με την ονομασία γκλίζες του τουρκέτου, στις γκλίζες της μαΐστρας και στα επίδρομα, που λέγονται συνήθως μπούμες. Η ίδια λέξη, στο… …   Dictionary of Greek

  • ιστιοφόρο — Είδος σκάφους που πλέει με τη βοήθεια ιστίων. Μετά την εισαγωγή της μηχανικής πρόωσης και ιδιαίτερα μετά την τελειοποίηση των μηχανών εσωτερικής καύσης πολλά ι. διαθέτουν και βοηθητική μηχανή, την οποία χρησιμοποιούν για ιδιαίτερους ελιγμούς και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”